θεόφοβος

θεόφοβος
(; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης πρόσφυγας. Χάρη στη φήμη ότι ήταν απόγονος μεγάλης περσικής οικογένειας, έλαβε βασιλική ανατροφή στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, επιδιώκοντας να προσεταιριστεί τους Πέρσες πρόσφυγες της αυτοκρατορίας, για πολιτικούς λόγους, τίμησε τον Θ. με τον τίτλο του πατρίκιου και τον πάντρεψε με την αδελφή του. Ταυτόχρονα του ανέθεσε να οργανώσει τους 30.000 μάχιμους πρόσφυγες ομοεθνείς του σε στρατιωτικό σώμα. Ικανός και ανδρείος όπως ήταν, κέρδισε γρήγορα την αγάπη και την εκτίμηση του Θεόφιλου, αλλά δεν κατόρθωσε να αποφύγει τον φθόνο των άλλων στρατηγών, οι οποίοι συστηματικά τον συκοφαντούσαν. Έτσι ο Θ., επειδή τελικά φοβήθηκε την τιμωρία του αυτοκράτορα, δραπέτευσε με την οικογένειά του στον Πόντο, όπου αργότερα αιχμαλωτίστηκε από τον διώκτη του στρατηγό Ωορύφα και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Αποκεφαλίστηκε το 842, με αυτοκρατορική διαταγή.
* * *
-η, -ο (Α θεόφοβος, -ον)
αυτός που φοβάται τον θεό, ο θεοσεβής.
επίρρ...
θεοφόβως (AM)
με ευσέβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -φοβος (< φόβος), πρβλ. ά-φοβος, επί-φοβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θεόφοβος — fearing God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόβως — θεόφοβος fearing God adverbial θεόφοβος fearing God masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφοβον — θεόφοβος fearing God masc/fem acc sg θεόφοβος fearing God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόβου — θεόφοβος fearing God masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόβους — θεόφοβος fearing God masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφόβῳ — θεόφοβος fearing God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφοβε — θεόφοβος fearing God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόφοβοι — θεόφοβος fearing God masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθεόφοβος — η, ο [θεόφοβος] 1. αυτός που δεν φοβάται τον θεό ή τη θεία δίκη, ασεβής 2. άδικος, ασυνείδητος, φαύλος, αλιτήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θεόφοβος. ΠΑΡ. αθεοφοβία] …   Dictionary of Greek

  • THEOPHOBUS — nomen proprium Viri, apud Baronium, A. C. 842. num. 4. et seqq. Ex Graeco θεοφόβος, Dei timens …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”